δεσποτίσκος

δεσποτίσκος
ο (AM δεσποτίσκος)
ο μικρός δεσπότης, ο μικρός κύριος
νεοελλ.
με μειωτική σημασία, προκειμένου για κληρικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δεσπότης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεσποτίσκε — δεσποτίσκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”